user preferences

Τέλος της ιστορίας ή τέλος της δημοκρατίας;

category Διεθνή | Πολιτισμός | Γνώμη / Ανάλυση author Tuesday March 14, 2006 13:32author by Γ. Ευαγγέλου Report this post to the editors

Ένα λίγο παλιό, αλλά ακόμα επίκαιρο άρθρο, μιας και τέτοιες θεωρίες εξακολουθούν να βρίσκονται στην επικαιρότητα.

«Μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων και την κονιορτοποίηση του Μαρξισμού-Λενινισμού, οι δυτικοί διανοούμενοι στην πλειονότητά τους περνούν τον καιρό τους εξυμνώντας τα δυτικά καθεστώτα ως καθεστώτα «δημοκρατικά», που μπορεί να μην είναι ιδεώδη, αλλά πάντως είναι τα καλύτερα ανθρωπίνως δυνατά καθεστώτα και δηλώνοντας ότι οποιαδήποτε κριτική αυτής της ψευδοδημοκρατίας οδηγεί κατευθείαν στο Γκουλάγκ». Κορνήλιος Καστοριάδης

Τρανό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελεί, δίχως άλλο, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος, εν μέσω τυμπανοκρουσιών, εν έτει 1989, διακήρυττε με στόμφο τη θεωρία του σχετικά με το τέλος της Ιστορίας, με την καθιέρωση σε ευρεία κλίμακα της «θριαμβεύουσας φιλελεύθερης δημοκρατίας».

Φυσικά, δεν εννοούσε την απαλλαγή του κόσμου εφεξής από αναταραχές, πολιτικές διαμάχες και δυσεπίλυτα προβλήματα. Άλλωστε, προσεκτικά επεσήμαινε την επίτευξη της φιλελεύθερης νίκης μέσα στη συνείδηση μάλλον παρά μέσα στον υλικό κόσμο. Εντούτοις, διατήρησε την πεποίθηση ότι το δυτικό μοντέλο αποτελεί την τελική αλλά και τελεία μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης· και τα φαινόμενα δεν δείχνουν να τον διαψεύδουν, όσο κι αν οι δυνατές αντιεξουσιαστικές πένες πασχίζουν να κάνουν λόγο για το αντίθετο. Βέβαια, το σοβαρό μειονέκτημα των θεωριών που ανέπτυξαν τόσο ο Φουκουγιάμα όσο και οι λοιποί διανοούμενοι της Δύσης πάνω στο ζήτημα της κατάληξης σε ένα ιδεατό πολιτικό μόρφωμα αφορά στην απόλυτη θέση τους για τη ριζική αλλαγή («αν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, θα γυρίσουμε στα Γκουλάγκ, τα στρατοδικεία και τα ψυχιατρεία»).

Είναι πασιφανές ότι ο δυτικός πολιτισμός είχε πάντοτε τη μοναδική ικανότητα να δημιουργεί εκ των έσω μια «αμφισβήτηση», να της επιτρέπει την εκδήλωση μέσω οιουδήποτε τρόπου και, ταυτόχρονα, να την απορροφά προς το μέρος του, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ολοένα και πιο προοδευτικός, τουλάχιστον στη σύγκριση του με τα υπόλοιπα καθεστώτα που έκαναν την εμφάνιση τους ανά τον κόσμο, και συχνά να καταρρίπτει εν τη γενέσει της τη δυνατότητα θεμελίωσης κατηγοριών για μεθόδους που παραπέμπουν στον ολοκληρωτισμό (η καταστολή δεν πρέπει να αποτελεί, άλλωστε, μείζον ζήτημα).

Ο Φουκουγιάμα εστιάζει τη μελέτη του κυρίως στα «ποσοστά ελευθερίας» και στη διακύμανση αυτών ανάλογα με το εκάστοτε καθεστώς. Αντιμετωπίζει την ιστορία ως ένα προτσές εξέλιξης της αυτοπραγμάτωσης της ελευθερίας, που έχει όμως μια συγκεκριμένη κατάληξη, αρνούμενος να δεχτεί ότι η ιστορία αποτελεί το βασίλειο της διαρκούς δημιουργίας και της απρόσμενης-αυθόρμητης δραστηριότητας (το παράδειγμα της μετα-ιστορίας. στην οποία αναφέρεται, αποδεικνύει του λόγου το αληθές).

Σε τελική ανάλυση, το «τέλος» που αναλογίζεται προσομοιάζει μάλλον σε εκπλήρωση (μιας αποστολής της ίδιας της ελευθερίας) παρά σε ολοκλήρωση. Αφενός, ως πιστός Εγελιανός διακρίνει σε αυτό το τέλος τον οριστικό θρίαμβο της ελευθερίας» αφετέρου, διαβλέπει ότι το τέλος της Ιστορίας θα είναι μια τρομερά θλιβερή περίοδος, γιο δύο βασικότατους λόγους: κατ’ αρχάς, η τόλμη, τι κουράγιο, η φαντασία και ο ιδεαλισμός θα έχουν αντικατασταθεί από τον ψυχρό οικονομικό υπολογισμό του ρεαλισμού και, κατά δεύτερο λόγο, στη «μετα-ιστορική περίοδο» δεν θα υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία, παρά μόνο διαρκής συντήρηση του μουσείου της Ιστορίας, μια έντονη νοσταλγία γιο τον καιρό εκείνο που υπήρχε Ιστορία.

Και ξαφνικά, έγινε αυτό που κανείς δεν περίμενε: ο Φουκουγιάμα αναθεώρησε! Ή μάλλον, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, έτσι δήλωσε. Η θεαματική «μεταστροφή» του Φράνσις Φουκουγιάμα έλαβε χώρα μόλις δύο ημέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οπότε και έσπευσε να προσυπογράψει την αναγκαιότητα για πολιτική, κάνοντας ακόμη και τους πλέον δύσπιστους να προβληματιστούν. Τις δηλώσεις αυτές ακολούθησε ένα νέο βιβλίο, «Το μετα-ανθρώπινο μέλλον μας: συνέπειες της Βιοτεχνολογικής επανάστασης» (Our Posthuman Future: Consequenses of the Biotechnology Revolution), όπου φαίνεται να επαναπραγματεύεται όσα δήλωνε αρκετά χρόνια πριν (βλ. σχ. «Ελευθεριακή Κίνηση», τ. 8). Τότε, είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, κυρίως στους κόλπους της Αριστεράς, σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή διατύπωνε το αυτονόητο αλλά, ταυτόχρονα, μη παραδεκτό:

...η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να αποτελείτο «ακροτελεύτιο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας» και «την τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης», έτσι ώστε να συνιστά το «τέλος της ιστορίας».

Σε αντιδιαστολή με το Τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, το πιο πρόσφατο πόνημα του Φουκουγιάμα μοιάζει σαν απότοκος ενός στοχασμού αντεστραμμένου, μιας διαλεκτικής απλουστευμένης. Με επιδερμική μελέτη και επιφανειακή ανάλυση, η επανάκαμψη του πιο προωθημένου κήρυκα του τέλους της Ιστορίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ολική αναίρεση και αναπροσαρμογή από τη βάση («πώς μπορεί να υπάρχει τέλος της ιστορίας όταν δεν έχει τελειώσει η τεχνολογική εξέλιξη;») όσων διατύπωνε με στόμφο προ δεκαετίας. Ωστόσο, η αλήθεια μάλλον απέχει παρασάγγας από την αντίληψη τούτη. (Όταν ο ίδιος ο Περί Άντερσον δεν διστάζει να αναγνωρίσει την παντοδυναμία του δυτικού μοντέλου, διασπά το μαρξισμό ανάλογα με το βαθμό επιτυχίας του, βαφτίζει το «δυτικό μαρξισμό», σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αποκατάστασης της τιμής της Αριστεράς, και προσπαθεί μάταια ώστε η τελευταία να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της, τότε είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς το βαθμό «μεταστροφής» του Φράνσις Φουκουγιάμα).

Ισχυρά δομημένη, και έχοντας υποτάξει προ πολλού την κληρονομική μοναρχία, το φασισμό και, πιο πρόσφατα, τον κομμουνισμό, η φιλελεύθερη δημοκρατία (ή, εν πάση περιπτώσει, το δυτικό μοντέλο διακυβέρνησης, με όποιον τίτλο κι αν αποδοθεί σε αυτό -σοσιαλδημοκρατία κλπ), χαράσσει τη δική της ευθύγραμμη πορεία, ανεπηρέαστη, δίχως σημαντικές παρεκκλίσεις από τους αρχικούς της σχεδιασμούς. Τουναντίον, προς το παρόν δεν είναι ορατή γι’ αυτή καμία απειλή, όσο κι αν θέλουμε και προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας (και τους άλλους) για το αντίθετο.

Η αναζήτηση (προς βίωση) από το μέσο αστό πολίτη ενός μαλακού καπιταλισμού, που θα του ικανοποιεί τη λαχτάρα για μια «άνετη-αβασάνιστη ζωή» (σχετική οικονομική ευημερία, αυτοκίνητο, ασφάλεια, σίγουρη κατοικία και, ως επιστέγασμα μιας ολόκληρης ζωής, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τα γεράματα), πραγματώνεται στα σημερινά δεδομένα. Στη νεότερη Δύση, λαμβάνει χώρα το εξής «παράδοξο»: το πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας όχι μόνο δε συγκρούεται με την άλλη κυρίαρχη φαντασιακή σημασία, το καπιταλιστικό πρόταγμα της αλόγιστης κυριαρχίας στη φύση, αλλά στην ουσία αλληλοσυμπληρώνονται. Κι έτσι, οι ανατρεπτικές φωνές ενάντια στο δυτικό μοντέλο καταλήγουν να πνίγονται μέσα στη συνολική διάθεση του κόσμου αφενός να λατρέψει και να γευτεί το εφήμερο, αφετέρου να μη βιώσει, εκ νέου και σε οιαδήποτε μορφή ή κλίμακα, την πικρή εμπειρία ενός ολικού και ολοκληρωτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού (όπως στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης).

Στο σημείο αυτό, ο ευρύτερος «αντιεξουσιαστικός» χώρος αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να πλανάται πλάνην οικτράν. Το πολύχρωμο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης προσέδωσε στον απολιτίκ νέο το πολυπόθητο αντιεξουσιαστικό προφίλ, ώστε να απαλλαγεί επιτέλους, στο βαθμό του δυνατού, από όλα τα εφηβικά σύνδρομα που τον κατατρύχουν και να περάσει το απαραίτητο στάδιο για την ολοκληρωμένη πλέον ένταξη του στην κοινωνία. Δημιουργήθηκαν σχήματα, πολύ κλειστά ή πολύ ανοιχτά, λειτουργώντας μέσα ή έξω από την κοινωνία (ουσιαστικά, πάντοτε έξω από αυτή), πολυσύνθετα, αντιφατικά και σε σύγχυση, επικεντρώνοντας, ως συνήθως, σε δευτερεύοντα ζητήματα (λ.χ. καταστολή) και έχοντας παντελή άγνοια -ή απουσία ενδιαφέροντος- για όσα διαδραματίζονται γύρω τους. Η αισιοδοξία αυτών των σχημάτων βασίστηκε -και βασίζεται- κατά κύριο λόγο στον ολοένα και αυξανόμενο όγκο των φίλα προσκείμενων στις «ριζοσπαστικές» κινήσεις που έκαναν την εμφάνιση τους με την έκρηξη του αντιπολεμικού «κινήματος» και των αντι-παγκοσμιοποιητικών τάσεων, οι δε προοπτικές και φιλοδοξίες τους, όπως φαίνεται, φτάνουν πολύ μακριά. Όντως, η σκέψη φαίνεται να αποφάσισε να κινηθεί - έστω και για την ικανοποίηση των εφηβικών τάσεων, τη συμμετοχή στον ανούσιο πολιτικό τουρισμό του anti-global κινήματος ή τη μονομερή στάση στην αναμέτρηση της «πλούσιας Δύσης» με τη «φτωχή Ανατολή» - προς την πραγματικότητα, προσπαθώντας να τη φέρει πιο κοντά, αποφεύγοντας όμως εντέχνως τη σύγκρουση με την ίδια την κοινωνία, για ευνόητους λόγους. Από τη μεριά της, όμως, η πραγματικότητα αρνείται πεισματικά να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της «ριζοσπαστικής σκέψης» και οπισθοχωρεί με ρυθμό διπλάσιο απ’ ό,τι προηγουμένως. Η υπεροψία, άλλωστε, των συμμετεχόντων σε πολλές από τις ομάδες αυτές - μιας και πιστεύουν ότι, οντολογικά, απέχουν από τη μικροαστική λογική και δε θεωρούν εαυτούς κομμάτι της «διεφθαρμένης κοινωνίας», από την οποία έχουν αποστασιοποιηθεί προ πολλού - εξακολουθεί να είναι καθ’ όλα ευδιάκριτη, από τη στιγμή που είναι «τρανοί γνώστες της απόλυτης, της μοναδικής αλήθειας». Και από τη στιγμή που ο μέσος πολίτης διακρίνει ότι το πιο ανατρεπτικό, θεωρητικά, κομμάτι της κοινωνίας διάκειται εχθρικά απέναντι στην εκπλήρωση του ονείρου του για ευημερία (όπως την εννοεί αυτός κι όπως έχει καθιερωθεί στα πλαίσια της αποσύνθεσης της σημερινής κοινωνίας), θα συνεχίσει να αγνοεί ή να αδυνατεί να διακρίνει τις πραγματικά ανατρεπτικές και ανθρωπιστικές ιδέες, θα μένει στην απάθεια και θα περιχαρακώνεται ολοένα και περισσότερο στη δική του μικροκοινωνία. (Στην καλύτερη περίπτωση, θα εξακολουθήσει να συμμετέχει στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για να ικανοποιεί και να διατρανώνει το «περί δικαίου» αίσθημά του).

Η κρίση νοήματος, που μαστίζει ανελέητα τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και προέκυψε από την ολοκληρωτική κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων (ό,τι έχει απομείνει, απλά περιμένει υπομονετικά το θάνατο του, έχοντας προ πολλού αυτό-αναιρεθεί), το θρίαμβο του καταναλωτισμού στη συνείδηση, καθώς και την κρίση των φαντασιακών σημασιών περί προόδου και επανάστασης στη σύγχρονη κοινωνία, είναι εμφανέστατη και στα σημερινά «αντιεξουσιαστικά» κινήματα, τα οποία πληθαίνουν διαρκώς, δημιουργώντας στους συμμετέχοντες την ψευδαίσθηση ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» (με την έννοια ότι η επανάσταση και η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως είναι καθαρά θέμα χρόνου και σχεδίου). Και το θλιβερό είναι ότι ο αναρχικός χώρος, μέσα σε όλα αυτά, φαίνεται να έχει αυτοπαγιδευτεί, προσπαθώντας μεν να ξεπεράσει σε δυναμική και ουσία τα πολύχρωμα κινήματα του πολιτικού τουρισμού, που θέσπισε η παγκοσμιοποίηση, επικεντρώνοντας δε, συχνά μέσω ενός μαξιμαλιστικού λόγου, σε ζητήματα δευτερευούσης σημασίας (το 2003 ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη, το 2004 ανήκει στα κατασταλτικά μέτρα λόγω της Ολυμπιάδας, κάτι θα βρεθεί και για το 2005) και αδυνατώντας να χαράξει διαχωριστικές γραμμές από την Αριστερά (δεν πρέπει να μας ξενίζει τίποτα πλέον, από τη στιγμή που φτάσαμε σε σημείο ο Γκαλεάνο να παρουσιάζεται ως «ελευθεριακός διανοούμενος με αιχμηρό λόγο», οι Ζαπατίστας να αποτελούν το «πρότυπο επαναστατικό κίνημα», οι Παλαιστίνιοι «αγωνιστές» να γίνονται δέκτες της αμέριστης συμπαράστασής μας για τις «ηρωικές» ενέργειές τους, η Κούβα να «χρειάζεται την αλληλεγγύη μας», ο Άρης και ο Τσε να αποτελούν «καθρέφτη της επανάστασης»!). Και από τη στιγμή που ο α-θεωρισμός ζει και βασιλεύει, καταλήγει να συνοδεύει αναπόφευκτα και την πρακτική μιας πλειοψηφίας που δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο χώρο και η οποία έχει προσκολληθεί εδώ και χρόνια στο ίδιο μοτίβο της ανούσιας βίας και του υπέρμετρου ταξικού μίσους.

Η τελική αποτίμηση στο έργο του Φράνσις Φουκουγιάμα αποβαίνει μάλλον αποκαρδιωτική για όλους εκείνους που βιάστηκαν να μειδιάσουν περί αστοχίας των επιχειρημάτων του και αγνόησαν τα πλαίσια στα οποία φαίνεται να παγιώνεται πλέον η θεωρία του. Παρά τις πρόσφατες «αναιρέσεις» του και τις ποικίλες νεοφιλελεύθερες υπερβολές που ανιχνεύονται στο έργο του, θαρρεί κανείς πως στο ιδεολόγημα του τέλους κυοφορείται μιας τέτοιας λογής αμφισημία που η κεντρική θεωρία παραμένει σταθερή και αταλάντευτη. Συνεπώς, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό των θεωριών του κλασικού αναρχισμού, οριστική αποβολή των χρεοκοπημένων κληρονομημένων αντιλήψεων και, φυσικά, έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου από μηδενική βάση μέσα στον ευρύτερο «αντιεξουσιαστικό» χώρο (πράγμα που εμποδίζουν, ειδικά στην Ελλάδα, ορισμένες ιδιομορφίες του κινήματος, όπως η εσφαλμένη αντίληψη περί καθαρότητας, οι πολυσύνθετες προσωπικές σχέσεις, οι «κραταιές» επαναστατικές ηγετικές μορφές της Αθήνας, το εθνικοθρησκευτικό φαντασιακό που έχει ριζώσει πλέον βαθιά στη συνείδηση του έλληνα), ώστε να τεθεί το ζήτημα της ουσιαστικής παρέμβασης στην κοινωνία και της θεμελίωσης ενός κοινωνικού κινήματος με γενικό πρόταγμα την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία.

Εν τέλει, η απάντηση στο ερώτημα «Τέλος της ιστορίας ή τέλος της δημοκρατίας» είναι σαφέστατη: ως δημιουργία, η ιστορία διέρχεται &

author by Γ. Ευαγγέλουpublication date Tue Mar 14, 2006 13:34author address author phone Report this post to the editors

Εν τέλει, η απάντηση στο ερώτημα «Τέλος της ιστορίας ή τέλος της δημοκρατίας» είναι σαφέστατη: ως δημιουργία, η ιστορία διέρχεται αναμφισβήτητα μια βαθύτατη κρίση, που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε ένα οριστικό «τέλος». Όσον αφορά στη «δημοκρατία», σε οποιαδήποτε από τις σημερινές μορφές της, είναι αναμφισβήτητο ότι έχουν παραχωρηθεί πολλές ελευθερίες, όμως είναι απαραίτητο να διαυγάσουμε τους λόγους που αυτές υπάρχουν και να μην πέφτουμε διαρκώς στην παγίδα του αντι-κρατικού. Αυτό θα είναι και το πρώτο βήμα για να διατηρηθεί η ελπίδα να θέσουμε ένα τέλος σε αυτή την ψευδοδημοκρατία και να συνεχίσουμε την ιστορία, πραγματώνοντας και θεσμίζοντας μια σοσιαλιστική κοινωνία, όπως τη φανταζόμαστε...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1. Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Φράνσις Φουκουγιάμα, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, 2. Ο Φουκουγιάμα και οι ιδεολογίες του τέλους, «Ελευθεριακή Κίνηση», τεύχος 8, Εκδόσεις «Άρδην». 3. Η άνοδος της ασημαντότητας, Κορνήλιος Καστοριάδης, Εκδόσεις Ύψιλον. 4. The “historical pessimism” of Perry Anderson, International Socialism Journal, Autumn 2000 5. Francis Fukuyama and the end of history, Roger Kimball, The NEW CRITERION on line, 6. Fukuyama rethinks end of history, Steve Kettman 7. Θεωρίες για το τέλος της Ιστορίας, Πέρυ Άντερσον, Εκδόσεις Στάχυ, 1994. 8. The end of history? Reflections on some international legal theses, Susan Marks. 9. Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κορνήλιος Καστοριάδης, Εκδόσεις Ράππα. 10. Συνέντευξη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, περιοδικό «Αντί», 1991. 11. The end of history? It’s rubbish, Binyamin Netanyahu, an interview in the NEW TIMES. 12. End of history? Francis Fukuyama, The National Interest, 1989.

* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Contact», Νο 6, Φλεβάρης-Απρίλης 2004.

 
This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]