user preferences

Recent articles by Εντουάρντο Κολόμπο
This author has not submitted any other articles.
Recent Articles about Διεθνή Διάφορα

The Joy of Alex Comfort Nov 21 23 by Wayne Price

Dichiarazione congiunta di organizzazioni anarchiche europee May 03 23 by Organizzazioni anarchiche europee

Declaración Conjunta de Organizaciones Anarquistas Europeas May 01 23 by Organizaciones anarquistas europeas

Προλεγόμενα για έναν στοχασμό πάνω στη βία

category Διεθνή | Διάφορα | Γνώμη / Ανάλυση author Monday March 24, 2014 19:16author by Εντουάρντο Κολόμπο Report this post to the editors

Εντουάρντο Κολόμπο - Προλεγόμενα για έναν στοχασμό πάνω στη βία
Ένα άρθρο με θέμα τη βία από το περιοδικό Réfractions, μέλος της συντακτικής ομάδας του οποίου είναι κι ο Κολόμπο. « Θα μιλήσω για την καλή βία που φέρει την εξεγερσιακή απάντηση του κυριαρχούμενου στον κυρίαρχο»
davinci.jpg

Είναι η τέταρτη πράξη των Δικαίων του Καμύ και ο Καλιάγιεφ βρίσκεται σε ένα κελί του πύργου Πουγκατσέφ στη φυλακή Μπουτίρκι έχοντας σκοτώσει τον μέγα δούκα Σέργιο. Ένας φυλακισμένος, ο Φοκά, για να μειώσει την ποινή του για φόνο, κρεμά τους καταδικασμένους. Πιστεύει ότι ένας δήμιος δε διαπράττει εγκλήματα «γιατί έτσι διατάχθηκε». Ο Καλάγιεφ του απευθύνεται:
Καλάγιεφ : Είσαι λοιπόν ένας δήμιος;
Φοκά: Ε ναι, πριγκηπόπουλο, κι εσύ;
Kαμύ: Οι δίκαοι

Για τον δήμιο οι πράξεις του κι εκείνες του Καλιάγιεφ εξισώνονται, αλλά στον ανθρώπινο κόσμο της σάρκας που υποφέρει και ταπεινώνεται, η εξέγερση και η καταπίεση δεν είναι ανταλλάξιμες μεταξύ τους, ένας άξονας της συνδέει μα μια ριζοσπαστική ηθική τις θέτει αντιμέτωπες.

Η βία του εξεγερμένου και η βία του καταπιεστή δε μιλούν την ίδια γλώσσα και κάθε μετάφραση της μιας στην άλλη είναι αδύνατη. Αυτός που θέλει να τις μεταφράσει μιλά τη γλώσσα του Φοκά.

Έτσι θέλουμε, ξεκινώντας, να θέσουμε μια αρχή και να θεμελιώσουμε μια διάκριση. Η βία του καταπιεσμένου, του εξεγερμένου είναι αναγκαία και νόμιμη. Η βία που απελευθερώνει δεν είναι της ίδιας τάξης με αυτήν που καταπιέζει.

Μ’ αυτό δεδομένο, πολλά προβλήματα τίθενται. Η πρώτη δυσκολία που παρουσιάζεται όταν θέλουμε να συζητήσουμε ή να στοχαστούμε πάνω στη βία είναι η έκταση του σημαντικού της πεδίου. Η βία δεν είναι ενοποιημένη εννοιολογική κατηγορία. Το πιο γενικό περιεχόμενο της λέξης κάνει αναφορά σε μια υπερβολική δύναμη, ανεξέλεγκτη, βάρβαρη, καταχρηστική. Η βία της βροχής, του ανέμου, της πυρκαγιάς. Αν κάποιος θέλει να καταναγκάσει κάποιον άλλον με το ζόρι, του ασκεί βία. Όμως μπορεί κανείς να υποχρεώσει με άλλα μέσα, την απειλή, τα αγνά αισθήματα, την απάτη. Ασκεί βία κανείς σε ένα σώμα ή σε μια συνείδηση. Αλλά μπορεί και στον ίδιο του τον εαυτό για να κυριαρχήσει τον θυμό του. Κάποιος έχει ένα βίαιο και ασίγαστο πάθος για μια γυναίκα ή για την ελευθερία. Βιαστές είναι ο δεσποτισμός και η τυραννία. Η εξουσία καταπιέζει. Η καταπίεση μπορεί να είναι γλυκιά ή βίαιη, αλλά πάντα συνιστά βία εναντίον μου. Όταν κανείς θέλει να ενοποιήσει τη βία, βρίσκεται μπροστά στο εξής παράδοξο: αν ο τύραννος μου ασκεί βία για να με υποτάξει στη θέλησή του, εγώ εξεγείρομαι. Και με αυτή μου την κίνηση του ασκώ βία εμποδίζοντάς τον να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι δυο περιπτώσεις βίας δεν είναι συμμετρικές.

Ο τύραννος και ο εξεγερμένος, ή ο καπιταλιστής και ο προλετάριος, αναδύονται από το προηγούμενο παράδειγμα ως φιγούρες ή μοντέλα της κοινωνικής πάλης, αλλά στη συνεχή ροή της ζωής, στην επαναλαμβανόμενη πρακτική της καθημερινότητας, είναι στην ιεραρχική και κρατική θέσμιση της κοινωνίας που συναντούνται φανερές ή κεκαλυμμένες οι μορφές της βίας –συλλογικής, πολιτικής, κοινωνικής, θεσμικής· γιατί οι ατομικές συμπεριφορές παίρνουν νόημα σ’ αυτό κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή γίνονται κομφορμιστικές ή απείθαρχες ή επαναστατικές στο εσωτερικό ενός συμβολικο-φαντασιακού σύμπαντος χάρη στο οποίο η κοινωνία παίρνει μορφή και αναπαράγεται.

Στη βάση της οικονιμικής εκμετάλλευσης, η πολιτική κυριαρχία διατάζει και καταστέλλει. Το κράτος είναι ο αντιπρόσωπος και ο συμβολικός εγγυητής της καθεστηκύιας τάξης. Μπορούμε να πούμε σε μια φράση πως η βία είναι μια λειτουργία της δομής της κυριαρχίας. Είναι βίαιη όταν καταναγκάζει και τιμωρεί. Δικαιολογεί εκ των προτέρων την βία του εξεγερμένου.

Η πρωταρχική βία

Εδώ έγκειται, θαμμένο από τη δύναμη που κυοφορούν οι κεντρικές φαντασιακές αναπαραστάσεις του ιεραρχικού και ανδροκεντρικού κόσμους μας, ένα πρόβλημα σοβαρό και περίπλοκο, χίλιες φορές αποκυρηγμένο αλλά δύσκολο να τεθεί ρητά. Μπρος στις ανοιχτές εκδηλώσεις βίας της εξουσίας η αντίδραση γίνεται ολοφάνερη από μόνη της, αλλά οι πλάγιες επιχειρήσεις του προϊδεασμού, της ισοπέδωσης, της καθοδήγησης που μεθοδικά ασκούνται με τρόπο λεπτό και ευγενικό, αποζητώντας και αποσπώντας τη συνενοχή του θύματος, είναι πιο δύσκολο να αναγνωριστούν. Επιπλέον, η αλχημεία της προσαρμογής συντελείται στη διαδικασία κοινωνικοποίησης του παιδιού όπου οι μορφές της υπάρχουσας πολιτικής κυριαρχίας μεταμορφώνονται σε ψυχολογικές κατηγορίες της κατεστημένης πραγματικότητας.

Oι δομές της κυριαρχίας «είναι το προϊόν μιας αδιάκοπης (συνεπώς ιστορικής) εργασίας αναπαραγωγής στην οποία συνεισφέρουν μοναδικοί παράγοντες» [1], δηλαδή οι άντρες και οι γυναίκες στην προσωπική και κοινωνική ζωή τους, ζωή πλαισιωμένη από την Οικογένεια, την Εκκλησία, το Σχολείο, το Κράτος. Έτσι οι κυριαρχούμενοι – όπως κι οι κυρίαρχοι εξάλλου – εφαρμόζουν οι ίδιοι τις ερμηνευτικές ή κατανοητικές κατηγορίες του κόσμου που κατασκευάστηκαν υπό την οπτική γωνία των κυρίαρχων, αλλά που, προερχόμενες τώρα επίσης από τους κυριαρχούμενους, παρουσιάζονται φυσικές.

Αναγνωρίζουμε εδώ αυτές τις διαδικασίες – ό,τι ο Μπουρντιέ αποκαλεί το παράδοξο της δοξασίας – οι οποίες ευθύνονται για τη μεταμόρφωση του πολιτισμικού αυθαιρέτου σ’ ένα γεγονός της φύσης. Και οι οποίες παράγουν, όταν συγκεντρώνουμε λίγο την προσοχή μας στο πρόβλημα, αυτόν τον χώρο της έκπληξης απέναντι «στο γεγονός ότι η τάξη του κόσμου τέτοια που είναι (...) χαίρει σε γενικές γραμμές σεβασμού, ότι δεν υπάρχουν περισσότερες παρεκτροπές και ανατροπές, εγκλήματα και ‘’τρέλες’’ [...] · ή, πιο εκπληκτικό ακόμη, πως η κατεστημένη τάξη, με τις σχέσεις της τής κυριαρχίας, τους νόμους και την αναξιοκρατία της, τα προνόμια και τις αδικίες της, παρατείνεται επ’ αόριστον τόσο εύκολα, πέρα από κάποια ιστορικά ατυχήματα, και πως οι πιο αβάσταχτες συνθήκες ύπαρξης μπορούν τόσο συχνά να παρουσιάζονται αποδεκτές ακόμη και φυσικές.»[2]

Έκπληξη που, διακόσια πενήντα έξι πριν από το κείμενο του Μπουρντιέ που μόλις παρέθεσα, είχε ήδη συγκλονίσει τον Χιουμ: «Τίποτα δεν μοιάζει πιο εκπληκτικό, σ’αυτόν που παρατηρεί τα ανθρώπινα πράγματα με φιλοσοφική ματιά, όσο η ευκολία με την οποία η μειοψηφία κυβερνεί το μεγάλο πλήθος, και η τυφλή υπακοή με την οποία οι άνθρωποι θυσιάζουν τα δικά τους αισθήματα και πάθη γι’ αυτά των κυβερνώντων τους.»[3]

Συνηθισμένοι σε μια κοινωνία δομημένη πάνω στην κυριαρχία – που βρίσκοντας την ήδη εκεί στη γέννησή τους την παίρνουν για φυσικό γεγονός -, οι γυναίκες κι οι άντρες παραγνωρίζουν αυτήν την πρωταρχική, συμβολική, αχαλίνωτη, ψυχρή βία που συνέχει το ίδιο τους το ψυχικό είναι.

Ιδού εμείς αφοσιωμένοι σε φωνές της λογικής που παν ενάντια στην «μαρτυρία των αισθήσεων», αγαπητή στην πλειονότητα των ομοίων μας.

Η βία που φαίνεται δημόσια, ζεστή, αισθητή, που τη βλέπουμε κάθε μέρα, είναι μια άλλη βία : οι κατά συρροήν δολοφόνοι, οι βιασμοί, η κακοποίηση, o εκβιασμός, η «αστική βία» των «ευαίσθητων γειτονιών», η τυφλή και δίχως αντικείμενο βία των περιθοριοποιημένων νέων χωρίς σχέδια και μέλλον, η μικροεγκληματικότητα του αποκλεισμού, αλλά επίσης οι βόμβες, οι καταλήψεις εργοστασίων, οι απομονώσεις των αφεντικών, οι σπασμένες βιτρίνες, οι ταραχές, οι επιθέσεις στην ιδιοκτησία, οι καταλήψεις κλπ.

Όλες αυτές οι μορφές της βίας – συνειδητές εκδηλώσεις ενός εξεγερμένου ή ασύνειδες εκφράσεις μιας κοινωνικής κατάστασης – αμαλγαμώνονται και ποινικοποιούνται ομαδικά ώστε να τεθούν στην υπηρεσία της συζήτησης περί ανασφάλειας. Αυτή η συζήτηση που πλασάρεται από όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, παράγει το εξουσιοδοτημένο όραμα του κοινωνικού κόσμου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς και κατασκευάζει ταυτόχρονα το αντικείμενό του: τη "βία των νέων”, την “αστική βία”, ίδιον των αποκλεισμένων, των μεταναστών, των λαϊκών τάξεων, των υποβαθμισμένων συνοικιών.

Η κυρίαρχη τάξη στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία – όπως η μπουρζουαζία στις αρχές της βιομηχανοποίησης- κάνει έκκληση για μια ποινική διαχείριση της εξαθλίωσης και υποδεικνύει ως υπεύθυνη την επικίνδυνη τάξη, αποκρύβοντας το δικό της ρόλο στην οικονομική και κοινωνική δημιουργία της περιθωριοποίησης.

Στηριζόμενες στην υπόθεση της διόγκωσης του φαινομένου της λεγόμενης “αστικής βίας” – έννοια ιδεολογική, χειραγωγήσιμη κατά βούληση- οι διάφορες κυβερνήσεις στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού υιοθετούν, με τις απαραίτητες αποχρώσεις, τις “θεωρίες” που διατύπωσε η αμερικάνικη δεξιά τη δεκαετία του ’80 μπροστά στη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο επικρατών καπιταλισμός, την απελευθέρωση του ιδιωτικού και την απίσχναση του δημόσιου τομέα. Αυτές οι υποτιθέμενες θεωρίες βασίστηκαν στο ακόλουθο τρίπτυχο (που έγινε εν τω μεταξύ νεοφιλελεύθερο, αλλά επίσης όλο και περισσότερο “σοσιαλδημοκρατικό”) : “ελεύθερη αγορά”, ατομική ευθύνη (κάλεσμα στα δικαστήρια, στους δικαστές) και οικογενειακές αξίες (ελαφρώς πατριαρχικές). Με το χάσμα, αυτό πραγματικά διογκωμένο, μεταξύ πλούσιων και φτωχών και τον φόβο των ματσομένων μπροστά στην ελάχιστη διαταραχή που μπορεί να εμφανιστεί στον “πληθυσμό τον μεγάλων μας πόλεων” αντιμέτωπων με τον “κοινωνικό κατακερματισμό”, οι νεοφιλελεύθερες θεωρίες καταλήγουν, όπως είμαστε σε θέση να το βλέπουμε κάθε μέρα, στο δόγμα της “μηδενικής ανοχής”, μοντέλο της αστυνομικής και δικαστικής πολιτικής του κράτους για να διαχειρίζεται τη νέα φτώχεια. [4]

Όλες οι ανοιχτές εκδηλώσεις της βίας χρησιμοποιούνται με τέτοιον τρόπο που η καθημερινή τους παρουσίαση, γραπτή ή με εικόνες, αφήνει στη σκιά το πραγματικό τους νόημα και τη σχέση τους με την εξουσία. O δημόσιος λόγος εργάζεται στο επίπεδο της αναπαράστασης για να αντιστρέψει στην επιφάνεια τη βαθύτερη σχέση. Παρουσιάζει τα πράγματα ως σαν η βία να αρχίζει με τη δράση του υποκειμένου που εξεγείρεται· βίαιοι είναι αυτοί που δεν αποδέχονται, αυτοί που λένε όχι στη δημόσια τάξη. Έπειτα έρχεται η βία του κράτους, απάντηση στην πρώτη, βία δευτερογενής : αυτή είναι η καταστολή, απαραίτητη για να σωθεί η ζωή και τα αγαθά των τίμιων πολιτών, το ιερό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στη ζωή και την εργασία. Δηλαδή βία ωφέλιμη για να διασφαλιστούν ο νόμος και η τάξη, η δημόσια τάξη.

Φτάνουμε έτσι σε έναν άλλον ορισμό της κοινωνικής βίας πιο πραγματιστικό: η βία εμφανίζεται σαν έκφραση κάθε είδους ατομικής ή ομαδικής συμπεριφοράς που θέτει σε κίνδυνο την καθεστηκυία τάξη και που προκαλεί την επέμβαση των κατασταλτικών δυνάμεων του κράτους. Μια τέτοια συμπεριφορά, μπορεί να ‘ναι ήρεμη και ειρηνική ή κτηνώδης και ακραία, θα παραβιάσει τον επιβεβλημένο κανόνα ή την απαιτούμενη υποταγή.

Σε κάθε περίπτωση, είμαστε πάντα ατιμέτωποι με δυο μορφές βίας, τη μια που απειλεί την τάξη, την άλλη που την αποκαθιστά. Αλλά η κανονικοποιημένη γνώμη βλέπει μονάχα την πρώτη σαν πρωταρχική, αυθεντική, αρνητική και παράνομη. Η συζήτηση περί ανασφάλειας αναγνωρίζει και στοχοποιεί μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο βίαιης δράσης : τη βία των καταπιεσμένων, τη μόνη «παράνομη».

Απέναντι σ’αυτήν, η «νόμιμη» βία του κράτους. Ακόμα κι αν η κοινωνική τάξη είναι άδικη, ακόμα κι αν γεννά μια απαίσια αταξία (η μιζέρια των μεν, η πολυτέλεια και η δύναμη των δε), η βία του κράτους, φύλακα αυτής της τάξης, θεωρείται νόμιμη και προστατευόμενη του Δικαίου του και της Δικαιοσύνης του. Το κράτος νομιμοποιεί τη βία του ακόμη κι όταν καταστρέφει τη ζωή και την ασφάλεια χιλιάδων όντων στους πολέμους, τις σφαγές και τους εκτοπισμούς ολόκληρων πληθυσμών.

Στο εσωτερικό των συνόρων, το εθνικό συμφέρον, περιορίζει όπως είναι γνωστό τη δημοκρατία[5], δικαιολογεί την πρακτική της φυσικής εξόντωσης, συνειδητής και μεθοδικής, των πολιτικών αντιπάλων, όπως το κανε σε μεγάλη κλίμακα ο ναζισμός και ο φασισμός, όπως το κανε ο Στάλιν και ο Φράνκο, όπως στη Χιλή, στην Αργεντινή, στο Ιράν. Ή, σε μικρή κλίμακα, όπως παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση Μπεν Μπαρκά *. (Αν εξετάσουμε μια περίοδο αρκετά μακρά, ποια χώρα θα έλειπε απ’ αυτήν τη λίστα;)

Αλλά τα κράτη δεν έχουν μόνο το μονοπώλειο της νόμιμης βίας, έχουν κι αυτό της οργανωμένης δύναμης : στρατό, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες. Ποιος θα ήταν στις μέρες μας τόσο τυφλός ή αφελής για να αγνοεί ότι το βασανιστήριο είναι ένας ημιπαράνομος θεσμός της κυβέρνησης; Ακόμη κι αν το κράτος δεν τον νομιμοποιεί ανοιχτά, ο βασανισμός « έιναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα των κρατών»[6]. «Επιπλέον ο βασανισμός δεν είναι απλά μια απλή τοπική κακοποίηση, είναι διεθνής· ειδικοί στέλνονται από χώρα σε χώρα· σχολές βασανισμού δικαιολογούν και διδάσκουν μεθόδους εφαρμογής· μοντέρνα εργαλεία, που έχουν εφευρεθεί και χρησιμοποιούνται για βασανισμό, αποτελούν το αντικείμενο ενός διεθνούς εμπορίο».[7]

Η ηθική της βίας

Μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν ότι η βία δεν θα πάψει να υπάρχει παρά μόνο αν εμείς – οι άνδρες και οι γυναίκες του σήμερεα και του άυριο – σταθούμε ικανοί να κατασκευάσουμε μια κοινωνία μη καταπιεστική. Στον ουτοπικό κόσμο της αναρχίας, η κοινωνική βία θα είναι το ενθύμιο της αταξίας, το σημάδι του παλιού κόσμου.

Αλλά η αναρχία δεν είναι μόνο η ουτοπία, είναι θεμελιωδώς η άρνηση των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας και η μεταμόρφωσή τους κατά μια ελευθεριακή έννοια. Πρέπει να παλέψουμε σ’ αυτήν την κοινωνία εδώ και τώρα ,“δεν υπάρχει για μας ούτε πιο πρόσφορος ουρανός ούτε γη πιο γόνιμη”. Η βία μας επιβάλλεται ως κοινωνική καταστολή εξαρχής, ως αστυνομική καταστολή έπειτα· τελικά, ως αναπόφευκτη επιταγή του αγώνα. Γιατί η καταπίεση του κράτους και η εκμετάλλευση του καπιταλισμού είναι οι τυπικές μορφές της οργανωμένης βίας.

Προφανώς, οι σκέψεις προηγούνται μας υποχρεώνουν να προσεγγίσουμε ένα πρόβλημα που συχνά τέθηκε στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος : την ηθική της βίας. Αυτή την ηθική που είναι αδιαχώριστη από “την τρομερή αυτή αγάπη για την ανθρωπότητα” που κινητοποιεί “τους δίκαιους”, “τους ντελικάτους εκτελεστές”, προτού η τρομοκρατία γίνει “κρατική υπόθεση” με τη γραφειοκρατία της, τους δημίους της, και τους μισθωτούς της πράκτορες.

Ανησυχία αγγελική, η δική μας, ειλικρινά απομακρυσμένη από την καθημερινότητα του “καλού λαού” που ανησυχεί, αυτός, για το αν θα έχει μια στέγη και μια δουλειά, για τους εξαθλιωμένους, για τις κλοπές, για τη βία και την ανασφάλεια των συνοικιών όπου έχουν εξοριστεί οι φτωχοί της πόλης, καταδικασμένοι στα παγωμένα αντανακλαστικά μιας ζωής ιδιωτικοποιημένης. Κι επιπλέον , για την ώρα, η βία μας σε μάς τους αναρχικούς τόσο μικρή κι ανάξια λόγου είναι πλάι στην ανοιχτή ή στη μυστική βία των κρατών, που η ηθική μας της βίας δεν μπορεί να είναι παρά μια κραυγή αγανάκτησης αδύναμη να ακουστεί.

Αλλά οι αξίες μας κι η ιστορία μας – ίσως επίσης και το μέλλον μας – μάς υποχρεώνουν : η πολιτική μας είναι θεμελιωδώς ηθική.

Λέμε συχνά ότι η βία αντίκειται στο αναρχικό ιδεώδες επειδή εισάγει μια θεμελιακή αντίφαση μεταξύ σκοπών και μέσων : η χρήση της ισχύος ως μέσου για την κατάκτηση της ελεύθερης και ισότιμης κοινωνίας είναι μια παρανόηση. Αλλά εδώ υπάρχει ένα σημαντικό κατηγοριακό λάθος. Το να απελευθερωθείς από την καταπίεση δεν οδηγεί στην οικοδόμηση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Να λευθερωθείς από τη βία της καταπίεσης, μ’ αυτήν την επιδίωξη είναι που ταιριάζει η χρήση της βίας. Να χρησιμοποιείς την ισχύ για να απελευθερωθείς από την καταπίεση εκφράζει μια σχέση σωστή και ηθική μεταξύ μέσων και σκοπών.
Να χρησιμοποιείς τη δύναμη ή τη βία για να οικοδομήσεις μια κοινωνία ελεύθερων και ίσων συνιστά μια αντίφαση μεταξύ μέσων και σκοπών.

Αν μπούμε στον ανθρώπινο κόσμο του αγώνα, της δράσης, της απόφασης, της πολυπλοκότητας και των παθών, θα δούμε ότι τα δύο επίπεδα της απελευθέρωσης και της ελευθερίας αναμιγνύονται, διασταυρώνονται, αλληλεπικαλύπτονται και, στο όριο, συνενώνονται.

Είναι ξεκάθαρο ότι η ηθική της μη βίας έχει μια θέση εξαιρετικά αβέβαιη. Αν διατυπώσουμε τη μη βία ως μια απόλυτη αρχή, υποχρεώνει στην αδράνεια, στον θρησκευτικό κοινοβιοτισμό. Μπορούμε πάντα να παραβιάσουμε κάποια ηθική αρχή, να τσαλακώσουμε κάποιον καθωσπρεπισμό, αλλά πιο σοβαρά, κανείς ασκεί βία στον τύραννο εάν εξεγείρεται, ασκεί βία στο αφεντικό αν το εμποδίζει να κατευθύνει την επιχείρησή του (είδαμε ήδη ότι η βία δεν είναι μια ενοποιημένη εννοιολογική κατηγορία). Και πώς να γίνει μια επανάσταση χωρίς επίθεση σε κανέναν;

Αν διατυπώσουμε τη μη βία ως μια στρατηγική, στηριζόμαστε στην ηθική συνείδηση του αντιπάλου, είναι ένα είδος εκβιασμού στις αρχές του άλλου. Αυτός δεν λειτουργεί ούτε μπροστά στη δεσποτική εξουσία, ούτε μπροστά στην κρατική σκοπιμότητα.

Έτσι τελικά το κύρηγμα που καταδικάζει αξιωματικά τη βία δεν πετυχαίνει παρά τη νομιμοποίηση της θεσμισμένης εξουσίας.

Aνταρσία και ξεσηκωμός

Λοιπόν, «έχει κανείς δίκαιο όταν λέει ότι η βία και η επανάσταση ανήκουν περισσότερο στον παλιό παρά στον καινούριο κόσμο, περισσότερο στον αστικό αυταρχισμό παρά στον προλεταριακό αναρχισμό, στο ότι προϋποθέτουν πάντα την ύπαρξη μιας εξουσίας κόντρα στην οποία ξεσηκώνονται και πολεμούν· και στο ότι, υπό μια κάποια οπτική, αυτές οι ίδιες ενέχουν τάση να γίνουν μια εκδήλωση εξουσιαστική» (Φάμπρι, 1928)

Αλλά αν η βία είναι συνδεδεμένη με την επανάσταση, αυτό είναι γιατί η επανάσταση είναι η ίδια συνδεδεμένη με τη σύγχρονη κοινωνία. Είναι στο εσωτερικό του κρατικού και καπιταλιστικού συστήματος που αναπτύσσεται το επαναστατικό κίνημα. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αυτό της βίας καθεαυτής, αλλά της νομιμοποίησής της. Η επανάσταση αντιπαραθέτει στην υπάρχουσα τάξη , στο καπιταλιστικό κράτος (κράτος που σπρωγμένο από την παγκοσμιοποίηση της αγοράς είναι στη διαδικασία μιας τροποποίησης των ορίων του κράτους-έθνους) ένα σχέδιο, μια εικόνα άλλων κοινωνικών σχέσεων, μια στρατηγική αλλαγής.

Όμως η ουτοπία συμμετέχει επίσης και στον τωρινό κόσμο, ως άρνηση, βέβαια, δομημένη πάντως στις ίδιες ιστορικές βάσεις με το κατεστημένο φαντασιακό. Η επανάσταση έιναι, ουσιωδώς, ο ανταγωνισμός στην πράξη του υπάρχοντος καθεστώτος. Για τους επαναστάτες η επανάσταση δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, δεν είναι η μεγάλη βραδιά, ούτε ένας χιλιασμός, είναι μια διαδικασία κοινωνική, συλλογική, που πρέπει να αναπτύσσεται και να λαμβάνει χώρα καθημερινά μέχρις ότου φτάσουμε στη συγκρουσιακή και απαλλοτριωτική στιγμή που θα διακόψει την υπάρχουσα ροή.

Eίναι σε σχέση με αυτή τη “συγκρουσιακή στιγμή” – η οποία στην πραγματικότητα πρέπει να θεωρηθεί μία επαναστατική διαδικασία αποσυντεθειμένη σε πολλαπλά γεγονότα που θα αναγνωριστούν ως “στιγμή της ρήξης” μόνο μετέπειτα, στην ιστορία – που η βία αποκτά μια συγκεκριμένη έννοια στη συζήτηση που την καταδικάζει ή τη νομιμοποιεί.

Η αφηρημένη βίαιη πράξη, απομονωμένη από το ρεύμα των κοινωνικών σχέσεων στο οποίο επιτυγχάνεται, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί μέσα από τις μάταιες, ηθικιστικές θεωρήσεις : η δολιότητα της βίας, ο ιερός χαρακτήρας της ζωής. Ακριβώς, κι επειδεί αγαπάμε τη ζωή, δεν τα παρατάμε στον αγώνα.
Στην κοινωνική πραγματικότητα, στην πραγματικότητα της πάλης των τάξεων, της κυβερνητικής καταπίεσης κι αυτής των αφεντικών, αυτό που διαφοροποιεί την επαναστατική βία απ’ τη βία του κράτους, αυτό που της δίνει τον ακριβή της χαρακτήρα, δεν είναι το στοιχείο της βίαιης πράξης καθεαυτής, ούτε οι νοηματοδοτήσεις που της αποδίδει η θεαματική-εμπορική χειραγώγηση, ούτε το γεγονός ότι είναι ατομική ή συλλογική. Αυτό που τη διαφοροποιεί είναι η εγχάραξή της σε ένα σχέδιο ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, μια ιδιαιτερότητα που τη διαχωρίζει επίσης από την ανταρσία.

Το πρότυπο της επαναστατικής βίας είναι η συλλογική βία, η άμεση δράση στο εργοστάσιο, στο δρόμο, η δράση των μαζών που εξαρθρώνουν την κεντρική εξουσία και την υποχρεώνουν να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο : αυτό της βίας στην υπηρεσία των προνομιούχων, των πλουσίων και των ιεραρχιών.

Μια άλλη μορφή βίας ενάντια στο κράτος είναι αυτή που καταδεικνύεται από τον ξεκάθαρο χαρακτήρα της, αυτόν της απάντησης στην ανοιχτή καταστολή. Αυτά είναι τα κλασικά παραδείγματα της υποτιθέμενης “αναρχικής τρομοκρατίας”, την οποία οι αναρχικοί πάντα υπερασπίστηκαν ως ηθική αρχή και που σχετίζονταν με μια εποχή ή με έναν συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας όπου η βία ήταν προσωποποιημένη. Ο Καζέριο εκτέλεσε τον Καρνό επειδή ήταν υπεύθυνος για τη δίωξη αναρχικών και για τον φόνο του Βαγιάν. Ο Κάνοβας ντελ Καστίγιο ήταν πρόεδρος του συμβουλίου των υπουργών· ήταν υπεύθυνος για εκτελέσεις, βασανιστήρια, μαρτύρια που υπέστησαν οι φυλακισμένοι του Μονζουίκ. Ο Αντζιολίλο εξόριστος, εργαζόμενος ως τυπογράφος· αποφάσισε να κάνει το ταξίδι από την Τραφάλγκαρ Σκουέρ ως τα λουτρά της Σάντα Αγκέδα και σκότωσε τον Κάνοβας μ’ έναν πυροβολισμό. O Αντζιολίλο σκοτώθηκε με το “κολάρο στραγγαλισμού”. Και ο Γκαετάνο Μπρέσι, υφαντουργός, έφυγε απ’ το Πάτερσον, του Νιου Τζέρσεϊ, για να επιστρέψει στην Ιταλία και να εκδικηθεί για τους χωρικούς που τουφεκίστηκαν με διαταγή του βασιλιά Ουμπέρτο του πρώτου. Τον σκότωσε στη Μόντσα. Κι ο Αλεξάντρ Μπέρκμαν που έκανε απόπειρα κατά της ζωής του βάναυσου επιχειρηματία Φρικ, υπεύθυνου για τη δολοφονία έντεκα εργατών της σιδηρουργίας Κάρνεγκι. Κι ο Βίλκενς που σκότωσε τον σφαγέα των απεργών στην Παταγονία**…Η λίστα είναι μεγάλη και, κανείς μπορεί να το υποθέσει, δεν έχει κλείσει.

Στο μοντέρνο κόσμο, σ’αυτήν την κοινωνία του ανεπτυμγένου καπιταλισμού, της θεαματικής κατανάλωσης και της διογκούμενης φτώχειας, που η επίσημη αντιπροσώπευση, το εξουσιοδοτημένο φαντασιακό, αποκτά ένα βάρος και μια αδράνεια ομογενοποιητική, oι μορφές της κατασταλτικής βίας γίνονται πιο απρόσωπες. Καμιά δεν είναι υπεύθυνη για το σύστημα, δεν είναι υπεύθυνη για την υποταγή της, είναι μόνο υπεύθυνη για την απόκλισή της.

Eκπλητκικό όπως και να ‘χει που κανείς δε ρωτά ποτέ : «Γιατί είστε κονφορμιστές; » και πάντα αναρωτιέται : «γιατί είστε επαναστάτες; »

*Mehdi Ben Barka : Mαροκινός αριστερός πολιτικός που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στο Παρίσι το ’65. Σ.τ.Μ.
** Έγραφε συγκεκριμένα ο Βίλκενς: «Δεν ήταν εκδίκηση· δεν είδα στον Βαλέρα έναν χαμηλόβαθμο αξιωματούχο. Όχι, ήταν τα πάντα στην Παταγονία: κυβερνήτης, δικαστής, εκτελεστής και νεκροθάφτης. Θέλησα να τον χτυπήσω ως το γυμνό σύμβολο ενός εγκληματικού συστήματος. Αλλά η εκδίκηση είναι ανάξια για έναν Αναρχικό! Η αυγή, η αυγή μας, διεκδικεί όχι καυγάδες, όχι εγκλήματα, όχι ψέματα· επιβεβαιώνει τη ζωή, την αγάπη, την επιστήμη· εργαζόμαστε για να επισπεύσουμε αυτήν τη μέρα.» Σ.τ.Μ.

[1] Πιερ Μπουρντιέ : Η ανδρική κυριραρχία [εκδ. Πατάκη στα ελληνικά]
[2] ο.π.
[3] Ντέιβιντ Χιουμ : Πρώτες αρχές της κυβέρνησης(1742), στα Τετράδια για την ανάλυση.
[4] Δείτε τις Φυλακές της μιζέριας του Λοΐκ Βακάν [ Loic Wacquant, εκδ. Πατάκη στα ελληνικά]
[5] Ξερά αναγνωρισμένο από τον υπουργό εσωτερικών της Γαλλίας Σαρλ Πασκά (1993) : «Το κράτος δικαίου παύεται εκεί όπου αρχίζει το εθνικό συμφέρον»
[6] Διεθνής Αμνηστία. Αναφορά για το βασανισμό. εκδ. 1974
[7]ο.π.

This page has not been translated into Polski yet.

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]