user preferences

Recent articles by Δημήτρης Μαρκόπουλος
This author has not submitted any other articles.
Recent Articles about Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος Αναρχικό κίνημα

Η ανάγκη για restart May 29 23 by Ευριπίδης Καλτσάς

1η Μάη: μέρα ταξ... May 01 23 by Πρωτ. Αναρχ. Αγ. Αναργ.-Καματερού

Αντιεκλογικ^... Mar 31 23 by Αναρχικοί Αγ.Αναργύρων-Καματερού

Θεωρητική ένδεια ελευθεριακού χώρου

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Αναρχικό κίνημα | Γνώμη / Ανάλυση author Sunday August 21, 2016 20:49author by Δημήτρης Μαρκόπουλος Report this post to the editors

*απόσπασμα από το κείμενο «Στη δίνη του περιθωρίου. Σχόλια πάνω σε ορισμένες παθογένειες του εγχώριου ελευθεριακού χώρου» που δημοσιεύεται στο 9ο τεύχος του Προτάγματος.
protagma9_ceb5cebecf8911.jpg

Για τη θεωρητική ένδεια του εγχώριου ελευθεριακού χώρου

Ανάλυση τέλος, ζωή εξεγερσιακή!

α) Φτώχεια (θεωρητική) καταραμένη…

Όταν λοιπόν η τάξη μας συμπιέζεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του φόβου και της εξαθλίωσης, η μόνη απάντηση είναι μπουρλότο και φωτιά.
εφημερίδα Άπατρις, Μάρτιος 2016
 
Πέραν όλων αυτών, και με το ρίσκο να αδικήσουμε ορισμένες λιγοστές, πλην τίμιες και αξιόλογες περιπτώσεις εντός του Χώρου, θα πρέπει να δώσουμε τη δέουσα σημασία στην εκκωφαντική έλλειψη φρέσκων ιδεών και πολιτικών κειμένων που να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την κοινωνική πραγματικότητα και να μην επιδίδονται απλά σε έναν ανέξοδο και άγονο ανταγωνισμό εξεγερσιακών τσιτάτων. Διότι εάν κάνουν κατά κανόνα κάτι οι αναρχικές ομάδες σήμερα σε θεωρητικό επίπεδο -κι εδώ αναφερόμαστε κυρίως στις προκηρύξεις, τις αφίσες, τις μπροσούρες και γενικότερα το υλικό που διανέμεται χέρι-χέρι-, αυτό είναι να επιδίδονται σε μια ακατάσχετη αοριστολογία, διανθισμένη με κλισέ καταγγελίες και εκφράσεις φετίχ: «γκρέμισμα του κόσμου», «ολοκληρωτικό κράτος», «μπουρλότο και φωτιά», «κοινωνία-φυλακή» κ.λπ. Αφήνουν, δηλαδή, στην άκρη την ανάγκη να κάνουν πολιτικο-κοινωνική κριτική και παρασύρονται στην προπαγάνδιση ενός πολιτικού συναισθηματισμού: τυφλό μίσος για οτιδήποτε μας περιβάλλει, αντίληψη της κοινωνίας ως φυλακής, συνθήματα περί φασιστικοποίησης της κοινωνίας και του Κράτους, αποθέωση της «άγριας νεολαίας», προτροπή για «καταστροφή του υπάρχοντος», ρητορική περί της «εξέγερσης που έρχεται».

Εδώ έχουμε να κάνουμε με τις συνέπειες της άκριτης υιοθέτησης από τον Χώρο της αντιαυταρχικής κριτικής που ανέπτυξαν τα κινήματα του ’60 στη Δύση και το ρεύμα της Αντικουλτούρας. Σύμφωνα με το αντιαυταρχικό φαντασιακό το βάρος στην πολιτική κριτική πρέπει να δοθεί στην κατακεραύνωση και αποδόμηση όλων των «καταπιεστικών θεσμών» της κοινωνίας, οι οποίοι αναπαράγουν την πατριαρχία, την αυστηρή εργασιακή ηθική, την σεξουαλική καταπίεση, και γενικώς κάθε τύπο κοινωνικής πειθαρχίας που καταπιέζει -ή υποτίθεται πως καταπιέζει- το άτομο. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι να αντιλαμβανόμαστε κάθε θεσμό ως καταπιεστικό και «εξουσιαστικό» και να θεωρούμε την «καταπίεση» και την «καταστολή» ως βάση κάθε κοινωνίας.

Και φαίνεται ότι για τον Χώρο ο χρόνος έχει παγώσει, καθώς, χωρίς καμιά διάθεση ανανέωσης της πολιτικής του σκέψης, αρέσκεται απλώς να μεταφέρει στο σήμερα αυτούσια τα ίδια με τα τότε θεωρητικά σχήματα. Σε ένα σχόλιο για τη σημερινή κατάσταση, από το εισαγωγικό σημείωμα της πολιτικής επιθεώρησης Κοινωνικός Αναρχισμός, διαβάζουμε τα εξής: «Η εφιαλτική επαναφορά σεξουαλικών ταμπού και απαγορεύσεων, οι ενσώματες νέες περιφράξεις μέσα στις οικογένειες, είναι η άλλη όψη της ληστρικής επιδρομής των αφεντάδων»[1]. Έτσι, όμως, θα μας πάρει κανείς στα σοβαρά; Μήπως ζούμε ακόμα στο ’60 και το ’70 όπου οι ροκ κραυγές και οι πανκ στίχοι έρχονται να γκρεμίσουν κάποιο στέρεο αστικό οικοδόμημα στη Δύση; Ή μήπως μας κυνηγούν ως φαντάσματα κάποια πατριαρχικά σύνδρομα που, ναι μεν στο παρελθόν νοηματοδοτούσαν τον κόσμο, αλλά στις μέρες μας έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί υπό το βάρος της κοινωνίας της κατανάλωσης; Έχουν, άραγε, καταλάβει οι σύντροφοι πού απευθύνονται; Και πού οδηγεί τελικά η άκρατη υιοθέτηση της λογικής του -τόσο δημοφιλούς και διαθέσιμου δια πάσαν χρήσιν- συνθήματος «μπουρλότο και φωτιά» μέσα στη σημερινή κοινωνία των αποπροσανατολισμένων και απογοητευμένων ατόμων και του περιβάλλοντος διάχυτου μηδενισμού που αυτά συγκροτούν και αναπαράγουν;

 Αυτό το αντιαυταρχικό φαντασιακό αποτελεί τον νοηματικό πυρήνα γύρω από τον οποίο περιφέρονται -μάλλον άσκοπα- όλες οι προσπάθειες επικοινωνίας του Χώρου με τον έξω κόσμο. Οι πολιτικές του καταβολές από την λεγόμενη Αντικουλτούρα κατά τη συγκρότησή του την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης συνεχίζουν να έχουν βαρύνουσα σημασία[2]. Θα λέγαμε, επομένως, ότι η εν λόγω πολιτιστική -κατά βάση- συγκρότησή του λειτουργεί τελικά ως κάποιου είδους προπατορικό αμάρτημα, το οποίο δε σταματά ποτέ να τροφοδοτεί ορισμένες εμμονές του: την αναγωγή της περίφημης «αστυνομοκρατίας» σε καθημερινή τακτική του εχθρικού κράτους και της (πάσης φύσεως) καταστολής σε μέθοδο κοινωνικού ελέγχου. Και οδηγούμαστε έτσι στην παρανοϊκή κατάσταση να μετατρέπουμε την «αντικατασταλτική» ρητορική σε ιδεολόγημα και βασική συνεισφορά μας στο πεδίο διακίνησης των ιδεών.
Έτσι, ενώ η Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από πρωτοφανείς (για τα μεταπολεμικά χρονικά) κοινωνικές ελευθερίες, καθώς και από ένα σχετικά χαλαρό, «ελληνικού στυλ», κρατικό μόρφωμα, ο αντιεξουσιαστικός λόγος δεν παύει να επενδύει με επιμονή στο ιδεολόγημα της μόνιμης και σκληρής καταστολής. Πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο υποτιμά και ο Σούζας στη μελέτη του, όταν εμμένει κυρίως στην «ιδεολογική», πολεοδομική και αστυνομική καταστολή του «Κινήματος» (όπως ο ίδιος τις ονομάζει), αποφεύγοντας να εξετάσει τα γεγονότα στη σωστή τους βάση και κυρίως μέσα από μια συγκριτική ανάλυση τόσο με τα προ της Μεταπολίτευσης καθεστώτα, όσο και με τα αντίστοιχα δυτικά κράτη[3].

Η λεγόμενη ιδεολογική καταστολή, δηλαδή η προσπάθεια ενσωμάτωσης των νεολαιίστικων κινημάτων από το ΠΑΣΟΚ (του Λαλιώτη και της περίφημης Γραμματείας Νέας Γενιάς), καθώς και η αντιμετώπιση του κινήματος ως ένα συνοθύλευμα φρικιών και βανδάλων και ο ιδιότυπος πόλεμος μέσω των επιχειρήσεων «Αρετή» στα Εξάρχεια, σκιαγραφούν τη μισή μόνο αλήθεια. Η άλλη μισή μας λέει ότι το πολιτικό κλίμα της Μεταπολίτευσης δημιούργησε αντικειμενικές συνθήκες αρκετά ευνοϊκές για την ανάπτυξη κινημάτων και αγώνων: ελαστικοί συνδικαλιστικοί νόμοι, ανοχή σε καταλήψεις, ανεκτικότητα στην κριτική της νεολαίας, κοινωνική νομιμοποίηση του ευρύτερου αριστερού λόγου κ.λπ. Και επομένως, η όποια αποτυχία μιας σημαντικής κοινωνικής παρέμβασης τόσα χρόνια βαρύνει κυρίως τους πολιτικούς χώρους και όχι τόσο κάποιο παντοδύναμο Κράτος ή κάποια σιδηρά πειθαρχία της κυβερνητικής εξουσίας, όπως συνήθως ακούμε. Η πρόσφατη εμπειρία των όσων ακολούθησαν τον Δεκέμβρη του ’08, της οικονομικής κρίσης, αλλά και της εκδικητικής αντεπίθεσης (επί Σαμαρά) εναντίον των καταλήψεων, νομίζουμε ότι καταδεικνύουν πόσο υπερβολική είναι η αντίληψη που θεωρεί την αναρχία ή την «νεολαία» ως μόνιμο και διαχρονικό «εσωτερικό εχθρό» του ελληνικού Κράτους. Πόσο μάλλον όταν η πιο αυταρχική περίοδος, αυτήν του Φαήλου και των λοιπών φανατικών υπερπατριωτών συμβούλων του Σαμαρά, αποτέλεσε μια παρένθεση ακροδεξιάς ρητορικής, καθώς επί ΣΥΡΙΖΑ έχουμε περάσει ξανά σε μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στα κινήματα.

Δεν πρέπει εδώ να παρερμηνεύουμε τον χαρακτήρα βεντέτας που υπάρχει εδώ και χρόνια ανάμεσα στις δυνάμεις καταστολής και κομμάτι του δικαστικού μηχανισμού, από τη μια μεριά, και τους αναρχικούς, από την άλλη. Φαινόμενα όπως η χουλιγκανίστικη συμπεριφορά των ΜΑΤ στις διαδηλώσεις ή οι εκδικητικές ποινές σε υπόπτους ή ακόμη και ενόχους μόνο και μόνο επειδή είναι αναρχικοί έχουν να κάνουν με την ύπαρξη μαφιών και ακροδεξιών θυλάκων μέσα στο κράτος. Καμία σχέση όμως δεν έχει αυτό με την ύπαρξη κάποιου «αστυνομικού κράτους» που παρακολουθεί και ελέγχει μαζικά τους πολίτες -δηλαδή την κοινωνία στο σύνολό της κι όχι μόνο μια μικρή μειοψηφία όπως ο αναρχικός Χώρος. Η στρατηγική της αυστηρότητας και της επιτήρησης των πιο «ατίθασων» ή παραβατικών χώρων αποτελεί λίγο-πολύ πραγματικότητα εντός κάθε οργανωμένου κράτους, ωστόσο, άλλο αυτό και άλλο να έχουμε εσωτερικεύσει ότι το «καθεστώς» στηρίζεται κατ’ αρχήν σε αυτές τις μεθόδους αυταρχισμού, κάτι που παραπέμπει στην πολιτειακή κατηγορία ενός αστυνομικού κράτους ή μιας δικτατορίας[4].

Έχοντας, επομένως, με τα χρόνια παγιωθεί, σε βαθμό αρτηριοσκληρωτικό πλέον, η αντιαυταρχική/αντικατασταλτική/αντιμπατσική οπτική λειτουργεί ως μαύρη τρύπα που ρουφά κάθε προσπάθεια ανανέωσης του θεωρητικού λόγου και επεξεργασίας των δεδομένων που μας προσφέρουν οι σύγχρονες εξελίξεις. Από τις εφημερίδες και τα έντυπα των ομάδων του Χώρου μέχρι τις αφίσες των καταλήψεων ή τις προκηρύξεις των στεκιών, ο κοινός τόπος παραμένει πάντα ο ίδιος: το παντοδύναμο Κράτος-δυνάστης, το καθεστώς εξαίρεσης και ο ολοκληρωτισμός που έρχεται…και ξανάρχεται αλλά ποτέ δε φτάνει… Τόση ζημιά έχουν κάνει τελικά ο Φουκό κι ο Αγκάμπεν;

Σύμφωνα με μια τέτοιου είδους ανάλυση τα πάντα προσανατολίζονται σε έναν άξονα καλού-κακού. Η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων εξαντλείται στην απεικόνηση των νέων μεθόδων άσκησης «ολοκληρωτικής κυριαρχίας» από πλευράς κρατικών ή διακρατικών θεσμών, ενώ η θεωρητική προσπάθεια να εξετάσουμε σε βάθος τη δομική μετεξέλιξη του ίδιου του «συστήματος», καθώς και του ανθρωπολογικού υποβάθρου που το στηρίζει, θεωρείται λεπτολογία ή πολυτέλεια[5]. Ποιος ή ποια αλήθεια δεν έχει πιάσει στα χέρια του/της προκήρυξη ή έντυπο του «Χώρου» χωρίς να σκεφτεί ότι ξέρει από πριν τι θα διαβάσει σχεδόν από το Α ως το Ω; Αυτή η ατέρμονη επανάληψη ορισμένων θεωρητικών εμμονών μόνο αποστροφή μπορεί να προκαλέσει σε έναν κόσμο που ψάχνει μια πολιτική πυξίδα μέσα στο σημερινό χάος και προσπαθεί να ανανεώσει την θεωρητική του κατάρτιση και σκέψη.

β) Το γραπτό ως «θέαμα»

Εν τέλει, μια τέτοιου είδους «θεωρία» δε χρησιμεύει ως διαδικασία αναστοχασμού που μπορεί να φιλτράρει τα γεγονότα και να διαυγάσει τα κοινωνικά φαινόμενα με στόχο να γονιμοποιήσει την πολιτική πράξη. Αντιθέτως είναι οι τυχοδιωκτικές πρακτικές του ακτιβισμού «εξαρχειώτικου στυλ» που μεταφέρονται στον γραπτό λόγο και πασάρονται ως ευκολοχώνευτα επιχειρήματα, διαθέσιμα για εξεγερσιακή κατανάλωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κείμενα-αφιερώματα σε κοινωνικούς αγώνες, κινήματα ή εξεγέρσεις που εμφανίζονται ανά τον κόσμο αναλώνονται σε μια απλά περιγραφική καταγραφή τους -πολλές φορές με συναισθηματικό ύφος-, ενώ σπανίζει οποιαδήποτε σε βάθος ανάλυση και με την απαιτούμενη στοιχειώδη, διακριτική απόσταση της «θεωρίας» από τα «γεγονότα». Λιγοστές είναι οι πρωτοβουλίες μιας σοβαρής ανάλυσης και θεωρητικής επεξεργασίας ιδεών, εφαρμοσμένων στα πιο σημαντικά γεγονότα των τελευταίων ετών (Δεκέμβρης, κίνημα Πλατειών, μεγάλες απεργίες): Προσπάθειες όπως π.χ. η μπροσούρα «Remember December, Fight Now. Εμπειρίες και κριτική αποτίμηση μέσα από τις κοινότητες αγώνα του Δεκέμβρη» της συλλογικότητας Σ.ΚΥ.Α (2010) και η έκδοση «Ιούνης 2011 – Η εκτροπή των εκδοχών» (εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι), παρά τα προβλήματά τους, θα πρέπει να θεωρηθούν ως εξαιρέσεις και όχι ως κάποιος κανόνας θεωρητικής παρέμβασης.

Αντιθέτως, αυτό που τείνει πλέον να λάβει διαστάσεις ξέφρενου πληθωρισμού είναι η παραγωγή αισθητικά καλοστημένων και στυλιζαρισμένων εντύπων, εν είδει αφιερώματος σε κάποιο σημαντικό κινηματικό γεγονός, στερούμενων ωστόσο αντίστοιχης κριτικής ματιάς κι εξαγωγής συμπερασμάτων. Αναφερόμαστε εδώ στην επικράτηση μιας λογικής «επαναστατικού λευκώματος» που έχει αντικαταστήσει το ίδιο το κείμενο και την ανάλυση. Η εκδοτική αυτή μόδα έχει εδραιωθεί κυρίως από το 2000 και μετά, όταν μπήκαμε για τα καλά στη φαντασιακή σφαίρα του black block και εισάγαγαμε την τεχνική των ζωνών σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής. Στην ουσία, αυτού του είδους ο γραπτός λόγος καταλήγει να λειτουργεί μόνο ως όχημα για να βιωθεί ξανά το γεγονός από τον αναγνώστη (και από τον συντάκτη!), ως μια περιγραφική και εικονική αποτύπωση των εμπειριών του. Το κείμενο γίνεται αίσθηση και ο αναγνώστης θεατής.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εντυπωσιακή στροφή προς έναν αντιθεωρητισμό, που περιστέλλει την πολιτική στον ακτιβισμό ή το πολύ πολύ σε μια «διακήρυξη αρχών». Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε φτάσει στο σημείο ο πολιτικός διάλογος ανάμεσα σε ομάδες, τάσεις ή συνιστώσεις του ελευθεριακού φάσματος επί ιδεολογικών βάσεων ή επί διαφορών στη στρατηγική του κινήματος και στις θέσεις που παίρνουμε απέναντι στα γεγονότα, να καθίσταται πρακτικά αδύνατος[6]. Στο πλαίσιο αυτής της απόλαυσης της δράσης το μόνο πράγμα που μετράει είναι η συγκρότηση ή η επανεπιβεβαίωση μιας κοινής ταυτότητας και μιας υποκουλτούρας. Εκ των πραγμάτων, επομένως, αναγκαζόμαστε κι εμείς να ασκήσουμε κριτική στον Χώρο ως ένα ενιαίο πολιτικο-πολιτιστικό μόρφωμα.

[1] Κοινωνικός Αναρχισμός, τ. 3, Θεσσαλονίκη, Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ, 2014, σ. 5.
[2] Προφανώς, στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, αναγκαζόμαστε να γίνουμε κάπως απλουστευτικοί. Η ουσία είναι πως στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η κυρίαρχη κινηματική δράση ήταν αυτή εντός των εργοστασιακών και συνδικαλιστικών αγώνων, οι οποίοι όμως αποτελούσαν προνομιακό πεδίο παρέμβασης για τον χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς και όχι για τον νεαρό τότε χώρο των αναρχικών, ο οποίος άλλωστε δεν είχε ποτέ στην Ελλάδα κάποιου είδους λαϊκή/εργατική παράδοση. Ακριβώς ως απάντηση σε αυτό το αρτηριοσκληρωτικό και ήδη ξεφτισμένο από τα τέλη του ’70 αριστερό μοντέλο πολιτικής δράσης, οι αναρχικοί εμφανίζονται δυναμικά στο χώρο της νεολαίας και των φοιτητικών αγώνων, παραλαμβάνοντας τα ηνία της πιο προωθημένης και ριζοσπαστικής κριτικής στο «σύστημα».
[3] Σούζας, Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου. Πολιτική και κουλτούρα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, στο κεφάλαιο «Ο “ιδιότυπος πόλεμος” της δεκαετίας του ‘80», Εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2015, σσ. 77-104.
[4] Το σύνηθες φαινόμενο στην Ελλάδα είναι να φορτώνουν οι δικαστικές αρχές πολλούς συλληφθέντες με αστήρικτες κατηγορίες και ενίοτε να εξαντλούν σε αυτούς την αυστηρότητά τους προς παραδειγματισμό ή για επικοινωνιακούς λόγους. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση για τους ληστές του Βελβεντού, όπου για πολλά άτομα αποφασίστηκαν εξοντωτικές ποινές, χωρίς να στοιχειοθετούνται από τη διαδικασία, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση (Βλ. Ι. Σωτήρχου, Α. Ψαρρά, «Ατομικός… τρομοκράτης ο Ρωμανός«, http://www.efsyn.gr, 1/7/2016). Άλλο αυτό όμως και άλλο να μιλάμε για «χούντα» ή «ολοκληρωτισμό», δεδομένου μάλιστα πως αυτά τα φαινόμενα δεν αφορούν την κοινωνία γενικώς αλλά μόνο μια μικρή ομάδα που συχνά υιοθετεί και παραβατικές συμπεριφορές.
[5] Πρόκειται για μια -δυστυχώς δημοφιλέστατη- νιοστού βαθμού αφέλεια κατά την ανάγνωση της πραγματικότητας, από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε ο πιο μελετηρός και πολυγραφότατος θεωρητικός του αναρχικού χώρου (με την ευρεία έννοια), ο Φ. Τερζάκης, ο οποίος σε άρθρο του αναφέρει σχετικά με το σήμερα ότι «…νιώθει κανείς την ανατριχίλα που του γεννούν μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας τα οποία περιγράφουν ένα ολοκληρωτικό μέλλον (το Εμείς του Ζαμυάτιν, ο Θαυμαστός νέος κόσμος του Χάξλεϋ, το 1984 του Όργουελ), πολλαπλασιασμένη στο έπακρον από την επίγνωση ότι πρόκειται όχι πλέον για μυθιστόρημα, αλλά για την πραγματικότητα που μας περιβάλλει…» (Φ. Τερζάκης, «Μακριά και ακατάληκτη συνομιλία με τον Γιάννη Καλιόρη», περιοδικό Σημειώσεις, τ. 79, Νοέμβριος 2014, σ. 14).
[6] Πού να κάτσει κανείς, δηλαδή, να διαφωνήσει ή να αντιπαρατεθεί για την άμεση δημοκρατία, την αυτοδιαχείριση, τα συμβούλια ή την αποανάπτυξη, όταν η «σύγκρουση με το Κράτος» αποτελεί το μόνο επίδικο.

Related Link: http://protagma.wordpress.com
This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]