user preferences

Από τα Κοινά στον Κομμουνισμό

category Ελλάδα / Τουρκία / Κύπρος | Λαϊκοί Αγώνες | Κριτική / Παρουσίαση author Monday April 10, 2017 23:00author by Κώστας Σβόληςauthor email ngnm55 at gmail dot com Report this post to the editors

Ο αγώνας για την ανάκτηση των κοινών είναι ένας πολιτικός αγώνας που στοχεύει στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων. Από αυτή τη σκοπιά ο λόγος περί επανάστασης εξακολουθεί να έχει νόημα. Έχουμε καλούς πολιτικούς και πρακτικούς λόγους να εμμένουμε στην ανάγκη της επαναστατικής αλλαγής…
img56150_68cc580b1f17185f421c4e99b49ba0af_354_552.jpg


Μπορώ να πω ότι είχα την τύχη να είμαι ένας από αυτούς & από αυτές που παρακολούθησαν από κοντά την συγγραφή του βιβλίου του συντρόφου Γιώργου Λιερού όσο και του επιμέτρου του συντρόφου Γιώργου Περτσά, συμμετέχοντας στις διαδικασίες της εφήμερης συλλογικότητας «Δοκιμή».

Και τα δύο λοιπόν κείμενα δεν αποτελούν απλά κάποιες θεωρητικές αναζητήσεις, πολύ περισσότερο κάποιες ακαδημαϊκές διατριβές. Αντίθετα είναι κείμενα πολιτικής πολεμικής ενταγμένα στο ριζοσπαστικό πολιτικό πράττειν. Πρόκειται για εκείνη ακριβώς τη διαδικασία που προσπαθεί να ανιχνεύσει τις δυνατότητες της κοινωνικής χειραφέτησης και τα περάσματα προς έναν επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, μέσα στην σημερινή δυστοπική συγκυρία. Αυτό δεν τους αφαιρεί τίποτα από την θεωρητική τους επάρκεια (όπως αρκετές φορές συμβαίνει σε αμιγώς πολιτικά κείμενα), αλλά απεναντίας τούς δίνει την απαραίτητη μαχητική διάθεση ώστε να αναμετρηθούν μ’ αυτό που σήμερα φαντάζει αδιανόητο, κι ας ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαρακτηριστούν ως «φαντασιοπληξίες». Παίρνοντας αυτό το ρίσκο οι συγγραφείς εμμένουν στο πεδίο της πολιτικής και μάλιστα της πολιτικής που αμφισβητεί το ρεαλισμό του αναπόδραστου του καπιταλισμού, δηλαδή της «Φυσικοποίησης» του, η οποία στις μέρες κυριαρχεί ακόμα και στην Αριστερή διανόηση.

Θα καταρχάς θα επικεντρωθώ κυρίως στο κείμενο του Λιερού, αποφεύγοντας τον πειρασμό να μπλέξω στις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις των επιχειρημάτων και των αναφορών του, χρήσιμες και ουσιαστικές, και γι’ αυτό άξιες να διαβαστούν αυτούσιες μέσα από το βιβλίο. Θα προσπαθήσω να διατρέξω τους άξονες της πολεμικής αυτού του κειμένου οι οποίοι- κατ’ εμέ- είναι σημαντικοί για το σύγχρονο αντικαπιταλιστικό πολιτικό πράττειν.

Ο Λιερός συγκροτεί την πολεμική του σε δυο επίπεδα. Το πρώτο είναι ένα «εξωτερικό» επίπεδο, αρθρωμένο απέναντι σε αντιλήψεις οι οποίες ταυτίζονται και συγκροτούνται ως αυτό που θα λέγαμε γραμμή υπεράσπισης του παλιού κόσμου, ακόμα και αν αυτός πρέπει να υποστεί βαθιές μεταρρυθμίσεις. Το δεύτερο είναι ένα «εσωτερικό» επίπεδο, όπου η πολεμική ασκείται απέναντι σε αντιλήψεις που ναι μεν στρατεύονται σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική, αλλά ταυτόχρονα -κατά την θέση του Λιερού- σφάλλουν ως προς τις προσεγγίσεις τους, σε βαθμό που εν τέλει να λειτουργούν υπονομευτικά σε ό, τι αφορά το στρατηγικό στόχο. Τα δύο επίπεδα όμως διατρέχονται εγκάρσια από κάποιους άξονες όπως είναι το θέμα των κοινών ή του κράτους, οι οποίοι δημιουργούν ένα πλήθος διαφοροποιήσεων, όχι μόνο στον κόσμο των ιδεών αλλά και των πρακτικών που συγκροτούνται σε αλληλεπίδραση μ’ αυτές.

Μέσα σ’ αυτή την πολυπλοκότητα προσπαθεί να τοποθετηθεί ο Λιερός, έχοντας σαν βάση όλα εκείνα τα κριτικά ρεύματα του επαναστατικού κινήματος που κινούνταν πάντα ενδιάμεσα στο σχίσμα της πρώτης διεθνούς: τον κοινωνικό αναρχισμό, τον συμβουλιακό κομμουνισμό, τον επαναστατικό συνδικαλισμό, την ριζοσπαστική κοινωνική οικολογία κ.λ.π. Αυτή η τοποθέτηση δεν είναι τυχαία ούτε προϊόν κάποιου διανοουμενίστικου ελιτισμού που απλά επιλέγει ό, τι τον βολεύει από κάθε ρεύμα. Αντίθετα -όπως επισημαίνει και ο Φώτης Τερζάκης- έχει να κάνει με την κοινή τους στοχοθεσία απέναντι στον πραγματικό ιδεολογικό τους αντίπαλο: τον φιλελευθερισμό σε όλες του τις μετενσαρκώσεις.

Ας δούμε λοιπόν κάποια από τα μέτωπα που ανοίγει ο Λιερός στο βιβλίο του. Θα έβαζα καταρχάς ως πρώτο μέτωπο, εκείνο απέναντι στις θέσεις της Όστρομ. Παρόλο που η Όστρομ θεωρείται από πολλούς ως η πιο σημαντική υπερασπίστρια των κοινών απέναντι στις σκληρά νεοφιλελεύθερες απόψεις περί τραγωδίας των κοινών όπως τις εξέφρασε ο Τόμας Χάρντι, o Λιερός δεν διστάζει να θέσει στο επίκεντρο της κριτικής του την ποροκεντρική αντίληψη της Όστρομ για τα κοινά. Η αντίληψη της Όστρομ για τα κοινά, όσο και να ακούγεται παράδοξο, δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο του φιλελευθερισμού, η συνεργασία που επικαλείται παραμένει στα πλαίσια του ατομικού συμφέροντος και πολλές φορές οι «κοινότητες των χρηστών» των κοινών πόρων λειτουργούν με την ίδια εξωτερική σχέση ως προς την κοινωνία με την οποία λειτουργεί το άτομο- ιδιοκτήτης του Λοκ απέναντι στην κοινωνία. Τα κοινά και αυτό που στην τρέχουσα πολιτική συζήτηση ονομάζεται κοινωνική οικονομία, περιορίζεται σε ό, τι ο Ρίφκιν θα ονομάσει τρίτο τομέα ανάμεσα στον ιδιωτικό και κρατικό τομέα, δίχως εν τέλει να αμφισβητείται ούτε η αγοραία αντίληψη του πρώτου ούτε ο πατερναλιστικός ρόλος του δεύτερου, μιας και απλά λειτουργεί συμπληρωματικά.

Ένα δεύτερο μέτωπο που ανιχνεύουμε στις δαιδαλώδεις διαδρομές του βιβλίου είναι το μέτωπο απέναντι στον κρατισμό της παραδοσιακής Αριστεράς. Η παραδοσιακή Αριστερά, παραιτημένη από την προοπτική του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, έχει αντικαταστήσει το αίτημα για την αταξική κοινωνία των ελεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγών (κι εδώ υποκείμενο είναι ο πολύπλευρος και πολυσχιδής άνθρωπος που περιγράφει ο Μαρξ) με το όραμα ενός κρατικού καπιταλισμού όπου το κράτος έχει το ρόλο του ρυθμιστή και του εγγυητή των πάντων. Στην αντίληψη αυτής της Αριστεράς τα κοινά -και εδώ ποροκεντρικά- εκπίπτουν στην καλύτερή περίπτωση στην δημόσια χρήση που εγγυάται και ρυθμίζει το κράτος, ενώ η κοινωνία με τη σειρά της έχει εκπέσει στο ρόλο του χρήστη.

Αυτή η παραδοσιακή Αριστερά μένει εγκλωβισμένη μέσα σε σχήματα που βλέπουν το κράτος -και μάλιστα με την παραδοσιακή μορφή του έθνους κράτους- ως πεδίο στο οποίο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αντίρροπες προς το νεοφιλελευθερισμό πολιτικές. Δεν αντιλαμβάνεται καν την νέα διάρθρωση των δικτύων εξουσίας που προκύπτει από τις νέες στρατηγικές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, της λεγόμενης « διαζωνικής κατάτμησης». Το brexit και οι τριγμοί που αυτό προκαλεί (στο οικοδόμημα όχι μόνο της Ε.Ε αλλά του ίδιου του κράτους της Μ. Βρετανίας) αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφορμή να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτή η μη θέαση της πραγματικότητας οδηγεί την παραδοσιακή αριστερά σε έναν αγωνιστικό βερμπαλισμό, πολύ χρήσιμο ίσως στα πεδία των διεκδικητικών αγώνων κάποιων τμημάτων των εργαζομένων του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, χωρίς όμως να μπορεί να έρθει σε επαφή με τα νέα μέτωπα των κοινωνικών συγκρούσεων που ανοίγει η καπιταλιστική κρίση (π.χ. άνεργοι, αγώνες στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της αλληλεγγύης, συνεργατικά εγχειρήματα κ.λπ.) Η απόσυρσή της από αυτά τα πεδία/μέτωπα οδηγεί σε έναν ιδιόμορφο πολιτικό απομονωτισμό, με μοναδικό στόχο τη διατήρηση των κομματικών μηχανισμών.

Σ’ αυτή την παραδοσιακή Αριστερά κατά την γνώμη μου, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, θα πρέπει να εντάξουμε και όλα τα πειράματα της «Αριστερής διαχείρισης του κράτους», χωρίς να απαλείφουμε τις διαφοροποιήσεις τους. Η Αριστερή διαχείριση, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεται το κράτος ως ένα ουδέτερο εργαλείο ή στην καλύτερη περίπτωση ένα εργαλείο που θέλει κάποιες μετατροπές, αλλά και επειδή συνάμα δεν αντιλαμβάνεται την συμπληρωματικότητα κράτους και αγοράς, αναλαμβάνοντας την εξουσία είναι αναγκασμένη όχι απλά να μετατοπιστεί αλλά να μεταλλαχθεί στον σκληρό της πυρήνα αποδεχόμενη όχι μόνο το πλαίσιο του καπιταλισμού αλλά σιγά σιγά και το σκληρό του αξιακό πυρήνα.

Ας έρθουμε σ’ ένα τρίτο μέτωπο που ανοίγει το βιβλίο του Λιερού, το πιο ενδιαφέρον και το πιο ουσιαστικό –αν θέλετε- γιατί είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτό το μέτωπο που θα ξεδιπλώσει τις λεπτές μα ουσιώδεις αποχρώσεις των θέσεων του για όσα περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου, δηλαδή για τα κοινά, τις κοινότητες, την κοινοκτημοσύνη και τον κομμουνισμό.

Σ’ αυτό το μέτωπο -που έχει να κάνει με ό, τι προηγουμένως ονόμασα «εσωτερικό επίπεδο» της πολεμικής- ο Λιερός καταπιάνεται με την κριτική σε δυο σαφώς αντικαπιταλιστικά ρεύματα της εποχής μας, τον Αυτόνομο Μαρξισμό και το Μεταναρχισμό.

Αυτό που διακρίνει ο Λιερός σαν βασικό πρόβλημα σ’ αυτά τα δύο ρεύματα είναι η παραίτηση από το αίτημα για τον κομμουνισμό, από το αίτημα του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού του κόσμου μας όπως τον ξέρουμε (γι’ αυτό το λόγο άλλωστε νομίζω ότι επέλεξε να βάλει την λέξη Κομμουνισμός στο τίτλο του βιβλίου του).

Δεν είναι τόσο ο ποροκεντρισμός (σ’ αυτό θα διαφωνήσω με τον συγγραφέα) στις θέσεις αυτών των δυο σύγχρονων ρευμάτων που γεννά την ανάγκη μιας συστηματικής κριτικής, όσο η αδυναμία να δουν τον καπιταλισμό σαν κάτι πολύ περισσότερο και πιο διευρυμένο από το Κεφάλαιο ή τις επιμέρους σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.

Οι Αυτόνομοι Μαρξιστές βλέπουν τα κοινά ως ένα τρίπτυχο των πόρων, των κοινοτήτων που τους διαχειρίζονται και των σχέσεων που συγκροτούν βάση των κοινών. Αυτές οι σχέσεις διαφοροποιούν πολύ τη θέση των Αυτόνομων Μαρξιστών από αυτή της Όστρομ, αφού γίνονται αντιληπτές ως εν μέρει πραγμάτωση κομμουνιστικών σχέσεων και όχι ως αντιγραφή των ωφελιμιστικών οικονομικών σχέσεων όπως κάνει η Όστρομ. Παρόλα αυτά από τη θέαση και την κριτική τους απουσιάζει η κριτική του Καπιταλισμού ως ένα παγκόσμια διαρθρωμένο σύστημα πολιτικής κυριαρχίας.

Από την άλλη οι Μεταναρχικοί, μολονότι εντοπίζουν τις οριζόντιες εξωοικονομικές σχέσεις εντός των κοινοτήτων, δεν ασχολούνται καθόλου με το πώς αυτές μπορούν να συναρθρωθούν μεταξύ τους μ’ έναν τρόπο όχι εξωτερικό αλλά ουσιαστικό, πώς δηλαδή μπορούν να συγκροτήσουν τον «κοινό κόσμο».

Η κριτική του Λιερού είναι ότι μ’ αυτό τον τρόπο, έστω και άθελά τους, εισάγουν στοιχεία του φιλελευθερισμού και μετατοπίζονται ουσιωδώς από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σοσιαλιστική βάση του Αναρχικού και του Κομμουνιστικού ρεύματος: από αυτό που ο Μαρξ είχε περιγράψει ως ελευθερία (η ελευθερία μου όχι δεν σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, αλλά την προϋποθέτει) και ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν ως φύση του ανθρώπου (η μόνη φύση του ανθρώπου είναι ότι είναι ον κοινωνικό, δεν διανοείται άνθρωπος εκτός κοινωνίας).

Από εδώ αρχίζει και η σημαντική συμβολή του Λιερού στη συζήτηση περί κοινών, σαφώς κάτω από την επιρροή των θεωρητικών σχημάτων και θέσεων του Δημήτρη Κωτσάκη με τον οποίο τον συνδέει μια μακρά πολιτική σχέση. Προσπαθεί, λοιπόν, να διερευνήσει τα Κοινά πέρα από όλες τις προηγούμενες προσεγγίσεις: τα κοινά ως συστατικό όχι μόνο της κίνησης προς την κοινωνική χειραφέτηση, αλλά ως συστατικό κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, ακόμα και του καπιταλισμού. Πέρα λοιπόν από αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «a priori» κοινά ή τα κοινά ως πόρους, τα εξετάζει ως τρόπο και ταυτόχρονα πεδίο συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας της κοινωνίας.

Ο Λιερός προσπαθεί -σε αντίθεση με την προσήλωση στο κράτος ή την αποδοχή του και τον περιορισμό του επαναστατικού πράττειν στα διάκενά του, δηλαδή σε μια σύζευξη της εξουσίας με την αντί εξουσία (μιας νέας στρατηγικής της «ειρηνικής συνύπαρξης)- να ανιχνεύσει τα περάσματα σε δυνατότητες πολλαπλών στρατηγικών που θα επιτρέπουν την συγκρότηση μιας ηγεμονικής αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό, την συγκρότηση ενός πραξιακού και σχεσιακού αντικαπιταλιστικού φαντασιακού.

Στο επίμετρο -που πρέπει να διαβαστεί με την ίδια προσοχή που απαιτεί και το κυρίως κείμενο του βιβλίου- ο Περτσάς ξεκινάει από μια κριτική στις θέσεις της Οστρομ, στις οποίες διακρίνει την πλήρη οικονομικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και μάλιστα σε πράξεις και κοινωνικές σχέσεις μη αγοραίων πολιτισμών και εποχών. Η εμμονή της Οστρόμ να βλέπει τα κοινά μέσα από το πρίσμα του κόστους συναλλαγής, επιτήρησης και επιβολής ανασυγκροτεί τον άνθρωπο ως homo economicus.

Το ζήτημα που απασχολεί τον Περτσά είναι ακριβώς εκείνο που αδυνατούν να θέσουν οι Αυτόνομοι Μαρξιστές όταν αντιλαμβάνονται τα κοινά μέσα στο τρίπτυχο των κοινών πόρων, των κοινοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν τα κοινά. Αν και αυτό το τρίπτυχο καταφέρνει να διευρύνει αρκετά την αντίληψή μας για τα κοινά, δεν μας βοηθά να δούμε εκείνο το πεδίο της κοινωνικής ύπαρξης που υπάρχει πέρα από τις επιμέρους σχέσεις αυτών που δημιουργούν τα κοινά, δηλαδή το ζήτημα της συνολικής κοινωνικής θέσμισης.

Ο Περτσάς μας υπενθυμίζει ότι οι σχέσεις είναι πάντα κοινωνικά διαμεσολαβημένες, πράγμα που σημαίνει πως ενώ οι ίδιες θεσμίζουν, το κάνουν όντας και οι ίδιες θεσμισμένες από ένα πεδίο συναφές, που όμως βρίσκεται πέρα από αυτές. Η συμβολική επένδυση του τρόπου ύπαρξής τους εντός του κοινωνικού πεδίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την νοηματοδότηση του κοινωνικού πράττειν και την συγκρότηση του κοινωνικού φαντασιακού.

Έτσι επιχειρεί να δώσει έναν νέο ορισμό στα κοινά προσεγγίζοντάς τα ως μια ειδικότερη μορφή πρακτικής, κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένης. Τα κοινά στο στοχασμό του Περτσά γίνονται αντιληπτά ως ένας ειδικότερος «τρόπος να κάνεις τα πράγματα που γίνεται ο ίδιος φορέας αξιών, νοημάτων και σημασιών». Πρόκειται για έναν πραξιακό ορισμό που τοποθετεί την ύπαρξή τους μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τόσο το υποκείμενο της δράσης όσο και το αντικείμενο στο οποίο κατατείνει αυτή η δράση.

Η περίφραξη ως διαδικασία καταστροφής των κοινών -επισημαίνει ο Περτσάς- δεν πρέπει να κατανοείται μονοδιάστατα ως μεταβολή των σχέσεων ιδιοκτησίας, ως υπαγωγή της κοινής κτήσης στην ατομική ή κρατική ιδιοκτησία. Η καταστροφή του κόσμου των κοινών συμπεριλαμβάνει μια πολλαπλότητα παραγόντων και την μεταξύ τους συνάρθρωση. Αντίρροπα και η κίνηση για την αναδημιουργία τους δεν μπορεί να κινηθεί μόνο στην διάσταση που απορρέει από το καθεστώς ιδιοκτησίας και την αναδιανομή της παραγωγής, αλλά παράλληλα και στον άξονα που αφορά τις τεχνικές επιλογές ανάμεσα σε «σκληρές», συγκεντρωτικές -και επομένως μη ελέγξιμες κοινωνικά- τεχνολογίες και σε «μαλακές», αποκεντρωμένες, ήπιες και κοινωνικά ελεγχόμενες τεχνολογίες. Ο τρίτος άξονας, βάζοντας το ζήτημα της αλλοτρίωσης, οργανώνεται γύρω από το αίτημα της ικανοποίησης του προσώπου από τη δική του δραστηριότητα.

Αν η εμπορευματοποίηση είναι η μια κίνηση που διαλύει τον κόσμο των κοινών η συμπληρωματική της κίνηση είναι η διαχειριστική λογική. Αν η εμπορευματοποίηση μετατρέπει τα κοινά σε πόρους, ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους πόρους είναι η διαχείρισή τους. Στην εποχή μας όλοι διαχειριζόμαστε καταστάσεις, συναισθήματα, πρόσωπα και πράγματα, ξεχνώντας πολλές φορές ότι αυτή η διαχειριστική στάση φανερώνει έναν εξωτερικό και επιφανειακό δεσμό ως προς το αντικείμενο της διαχείρισης. Ο Περτσάς αναζητώντας έναν ριζοσπαστικό αντίποδα στην εργαλειακή λογική της διαχείρισης προτάσσει τον πρακτικό Λόγο. Ο πρακτικός Λόγος δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική συσχέτιση μέσων και σκοπών, αλλά επιδιώκει την καλλιέργεια αξιών και σημασιών στο εσωτερικό των ίδιων των πρακτικών, αναδεικνύοντας έτσι την συνάφεια μέσων και σκοπών.

Μια άλλη διάσταση για την κίνηση προς την κοινωνική χειραφέτηση, που θέτει στο επίμετρο του ο Περτσάς, είναι η επανεφεύρεση μορφών γνώσης που διασφαλίζουν μια κοινή γνωσιοθεωρητική βάση για την κοινή μας ύπαρξη, αυτό που ο ίδιος ονομάζει κοινή αίσθηση.

Με κανέναν τρόπο δεν υπονοείται εδώ μια ταυτόσημη πρόσληψη του κόσμου από διαφορετικούς ανθρώπους. Αντίθετα, όπως εμφατικά επισημαίνει, η κοινή αίσθηση προϋποθέτει και συνεπάγεται την πολλαπλότητα των ερμηνειών. Αυτό όμως που μας προσφέρει είναι την ικανότητα της επικοινωνίας των επιμέρους θεωρήσεων, την κοινή βάση, ώστε να μπορούν να κατανοούνται οι αντικρουόμενες απόψεις επί των ίδιων φαινομένων.

Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό που έχει να προσφέρει το επίμετρο του Περτσά στην συζήτηση περί κοινών, επισημαίνεται η αδιάρρηκτη σχέση ανάμεσα στους κόσμους των κοινών με τον κοινό κόσμο. Οι κόσμοι που συγκροτούν τα κοινά, οι κοινότητες που συγκροτούνται γύρω από τις πολύπλευρές πρακτικές των κοινών, δεν αποτελούν μια εξαρθρωμένη πολλαπλότητα κόσμων που βρίσκονται σε μια εξωτερική σχέση μεταξύ τους, που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως κάτι το ξεχωριστό. Αντίθετα συνέρχονται και αλληλεπιδρούν με τη γενική κοινωνική θέσμιση, με τον τρόπο που υπάρχει μια κοινωνία εν γένει, με τον κοινό κόσμο. Η κοινότητα ή ο κόσμος των κοινών δεν είναι απλά ένα «συλλογικό άτομο» της φιλελεύθερης θεώρησης.

Γι’ αυτό και στην πολιτική θέση του Περτσά ο λόγος περί κοινών ή κοινού κόσμου δεν μπορεί να γίνει κατανοητός ως ένα κοινωνικό υποσύστημα ενός ευρύτερου κοινωνικού συστήματος, δηλαδή ως μια υποκουλτούρα ή ως ένας «τρίτος τομέας».

This page can be viewed in
English Italiano Deutsch
© 2005-2024 Anarkismo.net. Unless otherwise stated by the author, all content is free for non-commercial reuse, reprint, and rebroadcast, on the net and elsewhere. Opinions are those of the contributors and are not necessarily endorsed by Anarkismo.net. [ Disclaimer | Privacy ]